- θύεν
- θύ̱ε̄ν , θύω 1offer by burningpres inf act (epic doric)θύ̱ε̄ν , θύω 2ragepres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θῦεν — θύω 1 offer by burning imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) θύω 2 rage imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήυος — κήϋος, ΰα, ον (Α) επιγρ. πιθ. καθαρτικός ή καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *qēu «καίω», στης οποίας τη συνεσταλμένη βαθμίδα *qәu ανάγεται το ρ. καίω. Μαρτυρείται στη φρ. θύεν... τρικτεύαν κηΰαν, στο περιβάλλον τής οποίας μπορεί να… … Dictionary of Greek
τριττύα — και τρικτύα και τρίκτοια και τρίττοια και τρίκτευα και τρικτεύα και τρίττοα και τρίκτειρα, ἡ, Α θυσία τριών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριττύς / τρικτύς, κατά τα θηλ. σε α (πρβλ. ὄστρυς: ὀστρύα). Οι τ. τρίττοια / τρίκτοια και τρίττοα είναι πιθανότατα δ … Dictionary of Greek